μηδέν

μηδέν
Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι εφοδιασμένο με μια μεταθετική και προσεταιριστική πράξη και αν η πράξη αυτή έχει ένα ακριβώς ουδέτερο στοιχείο και ονομαστεί πρόσθεση (+), τότε αυτό το ουδέτερο στοιχείο ονομάζεται μ. Το μ., ως ιδιαίτερο σύμβολο, χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Ινδούς, ύστερα από τους Άραβες και τέλος από τους Ευρωπαίους, ενώ αποτέλεσε καθοριστικό στοιχείο για την εισαγωγή και την επικράτηση της αρίθμησης θέσης.
* * *
(I)
το (Α μηδέν)
1. η απόλυτη απουσία τού είναι, το μη υπάρχον, η ανυπαρξία, το τίποτε (α. «ο Θεός εποίησε τον κόσμο εκ τού μηδενός» β. «ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη... ἀπέρριπται ἐς τὸ μηδέν», Ηρόδ.)
2. (για πρόσ. και πράγματα) μηδαμινός, τιποτένιος, ανάξιος λόγου (α. «η συμβολή του στην επιστημονική έρευνα είναι μηδέν» β. «τοιγὰρ σὺ δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν στέγος, τὴν μηδὲν ἐς τὸ μηδέν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μαθημ. το μηδενικό, το αριθμητικό σύμβολο 0, επειδή δεν εκφράζει καμιά ποσότητα ή μέγεθος, το οποίο είναι το ουδέτερο στοιχείο τής πρόσθεσης και το οποίο όταν τεθεί, στην περίπτωση τού δεκαδικού συστήματος αρίθμησης, στα δεξιά ενός άλλου αριθμητικού συμβόλου, τό δεκαπλασιάζει
2. η αρχή, το κατώτατο όριο κάθε συνθηματικής μέτρησης ή υποδιαίρεσης, όπως π.χ. το μηδέν τού θερμομέτρου, το σημείο που αρχίζει η τήξη τού πάγου
3. (για βαθμολογία) ο κατώτατος βαθμός που δηλώνει έλλειψη κάθε ικανότητας ή αξίας, κουλούρα
4. μουσ. σύμβολο που χρησιμοποιείται για να δοθεί η οδηγία στον εκτελεστή έγχορδου οργάνου να αποδώσει το φθογγόσημο πάνω στο οποίο βρίσκεται η ένδειξη με ανοιχτή τη χορδή
5. φρ. α) «σημείο μηδέν»
(βαλλιστ.) (σχετικά με πυρηνικό βλήμα) η κατακόρυφη προβολή πάνω στην επιφάνεια τής Γης τού σημείου στο οποίο έγινε η έκρηξη τού βλήματος
β) (φιλοσ.) i) «απόλυτο μηδέν» ή «αρνητικό μηδέν» — η εννοιολογική άρνηση τής πραγματικότητας και τής δυνατότητας ύπαρξης τού όντος
ii) «σχετικό μηδέν» ή «θετικό μηδέν» — η εννοιολογική άρνηση τής πραγματικότητας αλλά όχι και τής δυνατότητας τού όντος («ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ τού μηδενός»)
γ) «μηδέν εις το πηλίκον» — λέγεται για ανεπιτυχή ενέργεια ή για ασήμαντο αποτέλεσμα
δ) «μηδέν παρεξήγηση» — δεν υπάρχει λόγος παρεξήγησης, δεν πειράζει
ε) «ώρα μηδέν» — κρίσιμη, καθοριστική στιγμή
αρχ.
(ως επίρρ.) καθόλου, τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού μηδείς].
————————
(II)
(Μ μηδέν και μήδεν και μούδεν) αποφατικό μόριο που δηλώνει: 1. παραίνεση, νουθεσία, παράκληση, απευχή να μη γίνει κάτι (α. «τίποτε μηδὲν θλίβεσαι, τίποτε μὴν λυπεῑσαι», Διγεν. Ακρ.
β. «μηδέν τ' ορίσει γεις Θεός ποτέ, χρυσοκερά μου, τόσο κακό μη δούσινε τα μάτια τα δικά μου», Ερωφ.)
2. σκοπό
3. ενδοιασμό
4. άρνηση σε ευθεία ερώτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. τής αντωνυμίας μηδείς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηδέν — το ενός 1. κάτι που δεν υπάρχει, η ανυπαρξία, το τίποτα: Έγινε πλούσιος από το μηδέν. 2. αυτό που δεν έχει καμιά αξία: Έγινε πολύς θόρυβος για το μηδέν. 3. το αριθμητικό σύμβολο 0, το μηδενικό: Πήρε μηδέν στο διαγώνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηδὲν θαυμάζειν. — μηδὲν θαυμάζειν. См. Ничему не удивляйся …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μηδέν — μηδείς not one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδέν' — μηδένα , μηδείς not one masc/fem acc sg μηδένα , μηδείς not one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μηδὲν ἀμαρτεῖν ἐστὶ θεῶν. — См. Один Бог без греха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… …   Dictionary of Greek

  • ничьтоже — (>1000) мест. отриц. 1.Ничто, ни один (предмет): Ничьсоже бе стро˫а ни бес промысла б҃жи˫а не бываѥть на земли Изб 1076, 131; а мънѣ не въдасть ничьтоже ГрБ № 9, XI; не емли ничътоже ѹ него ГрБ № 109, XI/XII; изиде отаи из домѹ. не имыи ѹ себе …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”